μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
θυμόκλωστος, -ον (Μ)κλωσμένος με αγάπη, τυλιγμένος με αγάπη, με την καρδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -κλωστος (< κλώθω), πρβλ. εύ-κλωστος, λινό-κλωστος].