ιαμβοφάγος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Greek Monolingual
ιαμβοφάγος, ὁ (Α)
ο ιαμβειοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. έ-φαγ-ον του ρ. εσθίω), πρβλ. δημο-φάγος, ολιγο-φάγος.