ιαμβοφάγος

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

Greek Monolingual

ιαμβοφάγος, ὁ (Α)
ο ιαμβειοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. έ-φαγ-ον του ρ. εσθίω), πρβλ. δημοφάγος, ολιγοφάγος.