ιδεαλιστικός

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιδεαλιστή ή στον ιδεαλισμό («ιδεαλιστική φιλοσοφία»). Επιρρ. ιδεαλιστικώς και -ά
από ιδεαλιστική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. idealiste «ιδεαλιστής, ιδεαλιστικός». Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].