ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
ο (Α ἱερογλύφος)αυτός που χαράζει ιερογλυφικά γράμματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. ξυλο-γλύφος, σμιλι-γλύφος].