μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
-η, -ο (Α ἱερόγλωσσος, -ον)αυτός που έχει ιερή, προφητική γλώσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. ηδύ-γλωσσος, χρυσό-γλωσσος].