Ιεροσόλυμα
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Greek Monolingual
τα και Ιερουσαλήμ, ἡ (ΑΜ Ἱεροσόλυμα και Ἱερουσαλήμ)
η πόλη Ιερουσαλήμ, «ἡ μητρόπολις τῆς Ἰουδαίας, ἣ Σόλυμα ἐκαλεῑτο ἀπὸ τῶν Σολύμων ὀρῶν», κατά τον Στέφ. Βυζ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Ἱερουσαλήμ (< εβρ. Jěrūshālaim («δημιουργία του Σαλέμ [τοπικής θεότητας]») συνδέθηκε παρετυμολογικά με το επίθ. ἱερός, όπως μαρτυρεί η δασεία, και κατόπιν πήρε την εξελληνισμένη μορφή Ιεροσόλυμα].