ιπποσκόπος
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Greek Monolingual
ἱπποσκόπος, ὁ (Α)
πάπ. επόπτης τών ίππων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -σκόπος (< σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. μετεωρο-σκόπος, οιωνο-σκόπος].