ισοπαλία
From LSJ
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
Greek Monolingual
η ἰσόπαλος, το αποτέλεσμα ενός παιχνιδιού ή αγώνα στα οποία δεν αναδεικνύεται νικητής, αλλά οι αντίπαλοι βγαίνουν ισοδύναμοι.