ἰσόπαλος
English (LSJ)
ἰσόπαλον, = ἰσοπαλής (equal in the struggle, well-matched, equivalent, evenly balanced, equal), Luc. Nav. 36, DC. 40.42, Poll. 3.149, 5.157, Hsch. ; prob. in Ibyc. 14, X. Ages. 2.9.
German (Pape)
[Seite 1265] dasselbe, Sp., wie D. Cazz. 40, 42, φάλαγγας ἰσοπάλο υς wird für ἰσομάλους Xen. Ages. 2, 9 geändert.
Russian (Dvoretsky)
ἰσόπᾰλος: Luc. = ἰσοπαλής.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόπᾰλος: -ον, = τῷ ἰσοπαλής, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 36, Δίων Κ. 40. 42, Πολυδ. Γ΄, 149, Ε΄, Ἡσύχ.· πρβλ. ἰσοκέφαλος, ἰσόμαχος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ισόπαλος, -ον)
ίσος με άλλον στην πάλη ή σε άλλο αγώνισμα
νεοελλ.
ισάξιος με άλλον, ισοδύναμος, εφάμιλλος.
επίρρ...
ισοπάλως και ισόπαλα (Α ἰσοπάλως)
με ισοπαλία, με ίση επίδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -παλος (< πάλη), πρβλ. αντίπαλος, πρωτόπαλος].
Greek Monotonic
ἰσόπᾰλος: -ον, = το προηγ., σε Λουκ.
Middle Liddell
ἰσό-πᾰλος, ον = ἰσοπᾰλής, Luc.]