ιστιοδρομία

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

ή
1. το να αρμενίζει πλοίο με φουσκωμένα τα πανιά, κν. αρμενισιά
2. αγώνας ταχύτητας ιστιοφόρων πλοίων
3. αγώνας ταχύτητας ιστιοφόρων οχημάτων στην ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστιοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].