ιστιοδρομία
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
ή
1. το να αρμενίζει πλοίο με φουσκωμένα τα πανιά, κν. αρμενισιά
2. αγώνας ταχύτητας ιστιοφόρων πλοίων
3. αγώνας ταχύτητας ιστιοφόρων οχημάτων στην ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστιοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].