σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
ἰσόκοιλος, -ον (Α)αυτός που έχει σε όλα τα σημεία την ίδια κοιλότητα («ἰσόκοιλος αὐλός», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κοιλος (< κοῑλος), πρβλ. μεσό-κοιλος, ορθό-κοιλος].