καινοποιώ

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

καινοποιῶ, -έω (Α) καινοποιός
1. κάνω κάτι νέο, ανανεώνω («καινοποιῶ τὰς ἐλπίδας», Πολ.)
2. κάνω μεταβολές, καινοτομώ («εἰ καινοποιεῑν δοκοίη», Λουκιαν.)
3. (πληθ. ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὰ καινοποιηθέντα
τα πράγματα που ανανεώθηκαν, που μεταβλήθηκαν, οι αλλαγές.