κακογράφος

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source

German (Pape)

[Seite 1299] schlecht schreibend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κακογράφος: ὁ, ὁ γράφων κακῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καλλιγράφος, Φωτίου Βιβλιοθ. σ. 287, 43.

Greek Monolingual

ο, η (Μ κακογράφος)
αυτός που γράφει δυσανάγνωστα, που έχει κακό γραφικό χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -γράφος (πρβλ. ορθο-γράφος, ψευδο-γράφος). Ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λέξη, αντίθετα προς τον τονισμό στην προπαραλήγουσα (πρβλ. κακόγραφος) που της προσδίδει παθητική σημ.].