κακογράφος
From LSJ
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
German (Pape)
[Seite 1299] schlecht schreibend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κακογράφος: ὁ, ὁ γράφων κακῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καλλιγράφος, Φωτίου Βιβλιοθ. σ. 287, 43.
Greek Monolingual
ο, η (Μ κακογράφος)
αυτός που γράφει δυσανάγνωστα, που έχει κακό γραφικό χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -γράφος (πρβλ. ορθογράφος, ψευδογράφος). Ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λέξη, αντίθετα προς τον τονισμό στην προπαραλήγουσα (πρβλ. κακόγραφος) που της προσδίδει παθητική σημ.].