καλέμι

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

το
1. γραφίδα από ινδοκάλαμο με την οποία έγραφαν παλιότερα
2. μτφ. φρ. δυνατό καλέμι
δυνατός συγγραφέας, δυνατή πένα
3. εργαλείο εκκοπής, σμίλη, γλύφανο, που χρησιμοποιούν οι λιθοξόοι, ξυλογλύπτες, μαρμαρογλύπτες, ξυλουργοί κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalem < αραβ. kalam < κάλαμος].