θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ο (Μ καλαφάτης)τεχνίτης ειδικός στο να καλαφατίζει πλοία ή βαρέλια, δηλ. να φράζει με πίσσα ή στουπί τις χαραμάδες μεταξύ τών σανίδων ή τα ρήγματά τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. calafato < αραβ. galafat].