καλαφάτης

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Greek Monolingual

ο (Μ καλαφάτης)
τεχνίτης ειδικός στο να καλαφατίζει πλοία ή βαρέλια, δηλ. να φράζει με πίσσα ή στουπί τις χαραμάδες μεταξύ τών σανίδων ή τα ρήγματά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. calafato < αραβ. galafat].