καλλίγραμμος
From LSJ
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για σχήματα) αυτός που έχει ωραίες γραμμές, ωραίο περίγραμμα
2. (για ανθρώπους και κυρίως για γυναίκες) αυτός που έχει αρμονικές γραμμές, ωραία σωματική διάπλαση και ωραίες αναλογίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ευθύ-γραμμος, καμπυλόγραμμος.