καλαμιώνα
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
Greek Monolingual
η
καλαμιώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλαμιώνας, με αναλογικό μεταπλασμό του γένους (πρβλ. αχυρώνα, η, στρατώνα, η)].