καλαμοπόδαρος

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει πόδια λεπτά σαν καλάμια, ο λεπτός και ισχνός
2. το ουδ. ως ουσ. το καλαμοπόδαρο
κνήμη λεπτή και ισχνή σαν καλάμι.