καλόπιασμα
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
το καλοπιάνω
1. περιποιητική συμπεριφορά, γλυκομίλημα, καλομεταχείριση, θωπεία
2. η προσπάθεια εξιλεώσεως, εξευμενισμού με θωπευτικά, παρηγορητικά λόγια.