βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
-η, -ο (Μ καλόμοιρος, -ον)καλότυχος, ευτυχισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακό-μοιρος, μονό-μοιρος].