κακοκαρδίζω
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Greek Monolingual
(Μ κακοκαρδίζω) κακόκαρδος
1. (μτβ.) κάνω κάποιον να λυπηθεί, στενοχωρώ
2. (αμτβ.) χάνω το κέφι μου, λυπάμαι, στενοχωριέμαι, δυσαρεστούμαι.