μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
καργέρα, ἡ (Μ)ναυτ. το σχοινί που χαλαρώνει τα ιστία τών ιστιοφόρων, το καργέλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. carghera].