ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
-ή, -ό κάνω1. εργασμένος, φτιαχτός, καμωμένος2. αυτός που δεν υπάρχει εκ φύσεως, χειροποίητος.