καπνοκοπτήριο

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91

Greek Monolingual

και καπνοκοφτήριο, το
εργοστάσιο κοπής φύλλων καπνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κοπτήριο (πρβλ. καφεκοπτήριο). Η λ., στον λόγιο τ. καπνοκοπτήριον, μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος (έναρξη εκδόσεως 1833)].