καρκινοβασία

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

η
1. το βάδισμα του θαλάσσιου κάβουρα
2. μτφ. βραδεία πρόοδος ή και οπισθοδρόμηση, καθυστέρηση ενός έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκινοβατώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγελου Σ. Βλάχου].