οπισθοδρόμηση
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Greek Monolingual
η
1. η προς τα πίσω κίνηση, οπισθοχώρηση
2. (για πυροβόλο όπλο) ανάκρουση, ανατροχασμός, κλότσημα, λάκτισμα
3. έλλειψη προοδευτικότητας, καθυστέρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθοδρομώ. Η λ., στον λόγιο τ. οπισθοδρόμησις, μαρτυρείται από το 1815 στον Χρ. Περραιβό].