καρκινοβατώ

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek Monolingual

-έω
1. βαδίζω σαν τον κάβουρα, βαδίζω προς τα πίσω
2. μτφ. βαδίζω αργά, προχωρώ αργά και χωρίς σταθερότητα στο έργο μου
3. αποτυγχάνω στο έργο μου, δεν προοδεύω, οπισθοδρομώ («η επιχείρηση καρκινοβατεί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκινοβάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].