καρίνα

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468

Greek Monolingual

και καρένα, η (Μ καρίνα)
κοινή ονομασία της τρόπιδας του πλοίου, η δοκός που αποτελεί το κατώτατο μέρος του σκελετού του πλοίου, εκτείνεται από την πλώρη ώς την πρύμνη και είναι η βάση πάνω στην οποία ναυπηγείται ολόκληρο το σκάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. carina].