καρφίτσα

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. μικρή μεταλλική βελόνα που έχει αιχμηρό το ένα άκρο ενώ στο άλλο σχηματίζει κεφαλή και χρησιμοποιείται για πρόχειρη ένωση διαφόρων αντικειμένων, συνήθως κομματιών υφάσματος
2. γυναικείο κόσμημα που προσαρμόζεται στο ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρφί + υποκορ. κατάλ. -ίτσα].