καταιόνηση

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α καταιόνησις)
νεοελλ.
η εξακόντιση κρύου ή θερμού ή εναλλασσόμενης θερμοκρασίας νερού στο σώμα για λόγους υγιεινής ή για θεραπευτικούς σκοπούς, κν. ντους
αρχ.
η πλύση με θερμό νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταιωνῶ. Ως επιστημον. όρος είναι απόδοση του γαλλ. douche].