καταιόνηση
Greek Monolingual
η (Α καταιόνησις)
νεοελλ.
η εξακόντιση κρύου ή θερμού ή εναλλασσόμενης θερμοκρασίας νερού στο σώμα για λόγους υγιεινής ή για θεραπευτικούς σκοπούς, κν. ντους
αρχ.
η πλύση με θερμό νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταιωνῶ. Ως επιστημον. όρος είναι απόδοση του γαλλ. douche].