ντους
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
Greek Monolingual
το
άκλ.
1. λουτρό με κρύο νερό, ψυχρολουσία
2. (κατ' επέκτ.) μπάνιο με καταιονισμό νερού
3. υδραυλική εγκατάσταση τοποθετημένη μέσα στο λουτρό για τον καθαρισμό του σώματος με καταιονισμό νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. douche < ιταλ. doccia < docciare «αναβλύζω, ρέω ορμητικά» < doccia «σωλήνας νερού», πιθ. υποχωρητ. σχημ. του doccione «αγωγός» < λατ. ductio < ductus, μτχ. του duco «οδηγώ, φέρω»].