κατακλινής

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ές,

   A bed-ridden, Hp.Epid.3.17.β, PRyl.124.26(i A. D.), dub. l. in Plb.31.13.7.    II sloping, ἀταρπός Leonid. ap. Stob.4.52.28; γεώλοφος D.H.5.38.    2 hanging down, Thphr.CP2.9.11.

German (Pape)

[Seite 1353] ές, hingestreckt liegend, auf dem Bette, von Kranken, Pol. 31, 21, 7; – abschüssig, ἀταρπός Leon. Tar. 68 (App. 48); ἐπὶ γεωλόφου τινὸς ἠρέμα κατακλινοῦς D. Hal. 5, 38.

Greek (Liddell-Scott)

κατακλῐνής: -ές, κατακεκλιμένος ἢ ἀνακείμενος ἐπὶ κλίνης, κλινήρης, κλινοπετής, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ´, 1096, Πολύβ. 31. 21, 7. ΙΙ. κατωφερής, κατάντης, ἐπικλινής, ἀταρπὸς Ἀνθ. Π. παράρτ. 48∙ γεώλοφος ἡρέμα κ. Διον. Ἁλ. 5. 38.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 couché;
2 incliné, qui va en pente.
Étymologie: κατακλίνω.

Greek Monolingual

-ές (Α κατακλινής, -ές) κατακλίνω
αυτός που είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, κλινήρης («ἠσθενηκότα μένειν κατακλινῆ», Πολ.)
αρχ.
1. μισοξαπλωμένος, ανακείμενος στο ανάκλιντρο
2. κατηφορικός
3. απόκρημνος.