κατακονδύλιστος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A well cuffed, Hsch.s.v. ἐπικόρριστον.
Greek Monolingual
κατακονδύλιστος, -ον (Α) κατακονδυλίζω
ο γρονθοχτυπημένος αγρίως.
Full diacritics: κατακονδῠλιστος | Medium diacritics: κατακονδύλιστος | Low diacritics: κατακονδύλιστος | Capitals: ΚΑΤΑΚΟΝΔΥΛΙΣΤΟΣ |
Transliteration A: katakondýlistos | Transliteration B: katakondylistos | Transliteration C: katakondylistos | Beta Code: katakondu/listos |
ον,
A well cuffed, Hsch.s.v. ἐπικόρριστον.
κατακονδύλιστος, -ον (Α) κατακονδυλίζω
ο γρονθοχτυπημένος αγρίως.