καταξυσμή
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Full diacritics: καταξυσμή | Medium diacritics: καταξυσμή | Low diacritics: καταξυσμή | Capitals: ΚΑΤΑΞΥΣΜΗ |
Transliteration A: kataxysmḗ | Transliteration B: kataxysmē | Transliteration C: kataksysmi | Beta Code: katacusmh/ |
ἡ,
A gloss on δρυφή, Hsch.
καταξυσμή: ἡ, κατάξυσις, ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «δρυφή, ἀμυχή».
καταξυσμή, ἡ (Α) καταξύω
κατάξυσις.