κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
[Seite 1353] s. κατακλείω.
κατακλῄω: ἴδε ἐν λ. κατακλείω.
ao. Pass. κατεκλῄσθην;att. c. κατακλείω.
κατακλῄω (Α)(αττ. τ.) βλ. κατακλείω.