κατασυντρίβω

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

κατασυντρίβω)
1. συντρίβω κάτι εντελώς, μεταβάλλω σε συντρίμμια, κάνω θρύψαλα
2. μτφ. α) κατανικώ, εξοντώνω, εξολοθρεύω
β) χτυπώ κάποιον κατάκαρδα, σπαράζω την καρδιά κάποιου, προξενώ μεγάλη ψυχική οδύνη.