κατασυντρίβω
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
(Μ κατασυντρίβω)
1. συντρίβω κάτι εντελώς, μεταβάλλω σε συντρίμμια, κάνω θρύψαλα
2. μτφ. α) κατανικώ, εξοντώνω, εξολοθρεύω
β) χτυπώ κάποιον κατάκαρδα, σπαράζω την καρδιά κάποιου, προξενώ μεγάλη ψυχική οδύνη.