κατάχλομος
From LSJ
Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.
Greek Monolingual
-η, -ο και εσφ. γρφ. κατάχλωμος, -η, -ο
1. πολύ χλομός, κάτωχρος, κατακίτρινος
2. συνεκδ. έντρομος, περίφοβος.