κατερυκτικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A restraining, inhibiting, PMag. Lond.121.450.
Greek Monolingual
κατερυκτικός, -ή, -όν (Α) κατερύκω
πάπ. αυτός που περιορίζει, που αναχαιτίζει, ανασχετικός.
Full diacritics: κατερῡκτικός | Medium diacritics: κατερυκτικός | Low diacritics: κατερυκτικός | Capitals: ΚΑΤΕΡΥΚΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: kateryktikós | Transliteration B: kateryktikos | Transliteration C: kateryktikos | Beta Code: kateruktiko/s |
ή, όν,
A restraining, inhibiting, PMag. Lond.121.450.
κατερυκτικός, -ή, -όν (Α) κατερύκω
πάπ. αυτός που περιορίζει, που αναχαιτίζει, ανασχετικός.