μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
κάττης: ὁ, ὁ κατοικίδιος αἴλουρος, Σουΐδ. ἴδε κάττα.
κάττης, ὁ (Α)ο γάτος.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάττα.