καυτήρας
Greek Monolingual
ο (ΑΜ καυτήρ, -ῆρος) καίω
μετάλλινο εργαλείο ειδικό για καυτηριάσεις
μσν.-αρχ.
το έγκαυμα από καυτηρίαση, το στίγμα που αφήνει ο καυτηριασμός («ὁ δὲ τύπος τοῡ καυτῆρος ἔστω ἀλώπηξ», Λουκιαν.)
αρχ.
1. αυτός που καίει, καυστικός («ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα... Φάλαριν», Πίνδ.)
2. πυρακτωμένο σίδερο με το οποίο οι αρχαίοι ιατροί καυτηρίαζαν πάσχοντα σημεία του σώματος.