καψούλι

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και καψύλιο και καψύλλιο(ν), το
1. το εμπύρευμα.
2. περίβλημα φαρμάκων, κάψουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. capsule. Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. καψύλλια, μαρτυρείται από το 1833 (έναρξη εκδόσεως) στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].