κελυφανώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες,
A like a shell or husk, Thphr.CP1.7.2.
German (Pape)
[Seite 1416] ες, = κελυφώδης, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κελῡφᾰνώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς κέλυφος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 7, 2.
Greek Monolingual
κελυφανώδης, -ες (Α) κελύφανον
αυτός που μοιάζει με κέλυφος.