κελευτιώ
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
Greek Monolingual
κελευτιῶ, -άω (Α) (θαμιστ. του κελεύω
απαντά μόνο στη μτχ. ενεστ. ως επικ. τ.) προτρέπω, ξεσηκώνω, παροτρύνω συνεχώς («Αἴαντε κελευτιόωντ' ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην» — οι δύο Αίαντες σύχναζαν παντού πάνω στους πύργους παροτρύνοντας συνεχώς τους άνδρες, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελεύω, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κελευτός, με επίθημα -ιάω / -ιῶ για μετρικούς λόγους].