Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(Μ καψώνω)
ζεσταίνω, καίω
νεοελλ.
1. δεν αντέχω τον καύσωνα
2. μτφ. α) εξοργίζω κάποιον
β) εξοργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυσῶ «ζεσταίνω» (πρβλ. κάψω < καύ-σω)].