καψώνω

From LSJ

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459

Greek Monolingual

καψώνω)
ζεσταίνω, καίω
νεοελλ.
1. δεν αντέχω τον καύσωνα
2. μτφ. α) εξοργίζω κάποιον
β) εξοργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυσῶ «ζεσταίνω» (πρβλ. κάψω < καύ-σω)].