κερκυραϊκός
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Greek Monolingual
-ή, -ό και κερκυραίικος, -η, -ο (Α κερκυραϊκός, -ή, -όν) Κερκυραίος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κέρκυρα ή αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «κερκυραίικος χορός» β. «τὰ τε Κερκυραϊκά», Θουκ.).