κερκυραϊκός

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

-ή, -ό και κερκυραίικος, -η, -ο (Α κερκυραϊκός, -ή, -όν) Κερκυραίος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κέρκυρα ή αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «κερκυραίικος χορός» β. «τὰ τε Κερκυραϊκά», Θουκ.).